- λοιδορησμός
- λοιδορησμός, ὁ (Α)λοιδορία («ἐκ διαβολᾱς λοιδορησμός», Επίχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθού *λοιδορισμός < λοιδορῶ, κατά τα παρ. τών ρ. σε -ίζω (βλ. και λοιδοριστής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λοιδορησμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορησμῶν — λοιδορησμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορησμῷ — λοιδορησμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορώ — (Α λοιδορῶ, έω) υβρίζω, κακολογώ, σκώπτω, χλευάζω («τὸν ἀρχιερέα τοῡ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ) αρχ. 1. επιπλήττω, επιτιμώ 2. μέσ. λοιδοροῡμαι, έομαι α) (με ενεργ. σημ.) κακολογώ, υβρίζω («μεθύων τε ταῑς πόρναισι λοιδορήσεται», Αριστοφ.) β) (ως… … Dictionary of Greek